- φουχτιάζω
- φούχτιασα, χούφτιασα, και χουφτιάζω μτβ., φουχτίζω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουχτιάζω — Ν [φούχτα] βλ. χουφτιάζω … Dictionary of Greek
φούχτιασμα — το, Ν [φουχτιάζω] βλ. χούφτιασμα … Dictionary of Greek
χουφτιάζω — και φουχτιάζω Ν [χούφτα / φούχτα] χουφτώνω … Dictionary of Greek
χούφτιασμα — και φούχτιασμα, το, Ν [χουφτιάζω / φουχτιάζω] χούφτωμα … Dictionary of Greek
χουφτιάζω — και φουχτιάζω και χουφτίζω και φουχτίζω αρπάζω με τη χούφτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)